μεσσηνέζα

μεσσηνέζα
και μεσσήνα, η
λεπτό, ανθεκτικό και διαφανές νήμα το οποίο χρησίμευε παλαιότερα για να δένουν τα αγκίστρια και τα βαρίδια στην άκρη τής ορμιάς, τής πετονιάς τού ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. τής ιταλ. πόλης Messina + κατάλ. -έζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταξότριχα — η (αλιευτ.) 1. η μεσσηνέζα 2. κλωστή από μετάξι …   Dictionary of Greek

  • σαργολόγος — ο, Ν 1. λεπτό παραγάδι από μεσσηνέζα, κατάλληλο για την αλιεία σαργών 2. (για πρόσ.) α) ψαράς σαργών β) ψαράς φτωχός σε μέσα αλιείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + λόγος* (πρβλ. καρπο λόγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”