- μεσσηνέζα
- και μεσσήνα, ηλεπτό, ανθεκτικό και διαφανές νήμα το οποίο χρησίμευε παλαιότερα για να δένουν τα αγκίστρια και τα βαρίδια στην άκρη τής ορμιάς, τής πετονιάς τού ψαρέματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. τής ιταλ. πόλης Messina + κατάλ. -έζα].
Dictionary of Greek. 2013.